- τολμηρός
- -ή, -ό / τολμηρός, -ά, -όν, ΝΜΑ1. αυτός που έχει τόλμη, άφοβος, ριψοκίνδυνος (α. «τολμηρός άνθρωπος» β. «οὐχ ἐν τι μόνον, ἀλλὰ πολλὰ τολμηρός ἐστι», Λυσ.)2. αυτός που γίνεται με τόλμη (α. «τολμηρό εγχείρημα» β. «ἀνοίας οὐδὲν τολμηρότερον», Μέν.)3. (κατ' επέκτ.) θρασύς, αναιδήςνεοελλ.1. αδιάντροπος, ξετσίπωτος («τολμηρά λόγια»)2. προκλητικός («τολμηρό φόρεμα»)αρχ.το ουδ. ως ουσ. τὸ τολμηρόνα) τόλμη, θάρρος («δείσαντες τῶν Ἀθηναίων τὸ τολμηρόν», Θουκ.)β) τολμηρή πράξη.επίρρ...τολμηρώς / τολμηρῶς ΝΜΑ, και τολμηρά Νκατά τρόπο τολμηρό, με τόλμη.[ΕΤΥΜΟΛ. < τόλμη + κατάλ. -ηρός (πρβλ. μοχθ-ηρός, πον-ηρός)].
Dictionary of Greek. 2013.